Σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί, οι διαταραχές στην επεξεργασία των πληροφοριών που παρατηρούνται στα αυτιστικά παιδιά οφείλονται σε ανεπαρκείς λειτουργίες του εγκεφάλου ή των συνάψεων. Ο εγκέφαλος, ιδιαίτερα των μικρών παιδιών, χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη του πλαστικότητά του, έτσι ώστε άλλοι δίαυλοι μετάβασης μηνυμάτων ή άλλα κέντρα του εγκεφάλου αναλαμβάνουν να εκτελέσουν (αναπληρωματικά) ανεπαρκείς λειτουργίες άλλων μερών του εγκεφάλου, με αισιόδοξα αποτελέσματα, αν μάλιστα υπάρξει έγκαιρη υποστηρικτική παρέμβαση.
Τα αυτιστικά παιδιά είναι αναγκαίο να αποκτήσουν καθημερινής φύσεως πρακτικές ικανότητες. Καθώς αποδεικνύονται μεγάλης πρακτικής σημασίας για τα ίδια αλλά και τους γονείς τους. Στην πρώτη θέση ανήκουν οι ικανότητες που τους επιτρέπουν από πρακτική άποψη κάποια ανεξαρτησία.
Τέτοιες είναι το ντύσιμο, το πλύσιμο, η λήψη τροφής, η χρήση τουαλέτας και άλλες. Εκτός από αυτές τις πρακτικές ικανότητες τα αυτιστικά παιδιά πρέπει να μάθουν νέους τρόπους συμπεριφοράς που θα μπορούν να τους άγουν σε άλλες καταστάσεις ή γεγονότα. Αποδομούνται δηλαδή ανεπιθύμητες και δομούνται επιθυμητές συμπεριφορές.
Η μάθηση με τη μίμηση προτύπων μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στη δημιουργία όσο και στην απάλειψη τρόπων συμπεριφοράς. Ένα τέτοιο πρότυπο μπορεί να είναι ο ίδιος ο νοσηλευτής-τρια ή κάποιο άλλο πρόσωπο από την ομάδα θεραπείας. Για παράδειγμα, το αυτιστικό παιδί «βλέπει» πώς αντιδρά ο νοσηλευτής-θεραπευτής, όταν ένα άλλο παιδί δε συμπεριφέρεται ορθά ή πως αντίστοιχα κάποιο άλλο συμμορφώνεται. Αν κάθε σωστή ενέργεια ή σωστό επιμέρους βήμα ενισχύεται άμεσα ή έμμεσα, επέρχεται σταδιακά τροποποίηση της συμπεριφοράς εξαιτίας της μάθησης. Για παράδειγμα, το παιδί διδάσκεται να χρησιμοποιεί τη λέξη «ευχαριστώ», όταν του προσφέρουν κάτι.
Με τη χρήση της λέξης μπορεί να επιτευχθεί αλλαγή στο περιβάλλον και στη συμπεριφορά των άλλων απέναντί του, άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα, ώστε να του προσφέρουν και άλλα πράγματα (υλικά και άυλα). Αν το ερέθισμα που ακολουθεί την αντίδραση «ευχαριστώ» είναι ενισχυτικό, τότε η τάση για επανάληψη της ίδιας αντίδρασης ισχυροποιείται, φαινόμενο που συνεισφέρει στην εμπέδωση της ενεργούς μάθησης.
Επίσης, διδάσκονται να απελευθερώνουν τις γνώσεις από τις συγκεκριμένες καταστάσεις ή γεγονότα και να τις μεταφέρουν σε άλλες (μεταφορά μαθήσεων-γενίκευση). Οι γνώσεις γίνονται κτήμα από τότε που υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς τους. Το αποτέλεσμα της μάθησής τους εξαρτάται αποκλειστικά από τη χρησιμοποίηση, αν είναι δυνατόν, όλων των αισθητηριακών οδών (όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή και μυοκινητικό σύστημα), το συντονισμό λειτουργίας και συνεργασίας μεταξύ τους κατά τις διαδικασίες της μάθησης (Κυπριωτάκης 1995, Βερνάδος & Τερεζάκη 2004, Σύλλογος Γονέων Κηδεμόνων & Φίλων Αυτιστικών Ατόμων Νομού Λάρισας 2008).
Πριν από την έναρξη της θεραπείας δημιουργείται το θεραπευτικό πρόγραμμα , που έρχεται να δώσει απάντηση στο ποιο θα είναι το περιεχόμενο του προγράμματος (ύλη) και ποια μέθοδος θεραπείας θα χρησιμοποιηθεί, ώστε το περιεχόμενο του προγράμματος να αφομοιωθεί πλήρως από το παιδί. Για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και των τεχνικών θεραπείας λαμβάνεται σοβαρά υπόψη το επίπεδο εξέλιξης και οι συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες του παιδιού. Αν κατά τις διαδικασίες μάθησης οι απαιτήσεις που προβάλλονται (βαθμός δυσκολίας της ύλης) αντιστοιχούν στις γνωστικές και αντιληπτικές ικανότητες, τότε τα αυτιστικά παιδιά, εκφράζουν χαρά και εκδηλώνουν ενδιαφέρον για ενεργό συμμετοχή στις διαδικασίες μάθησης.
Δεν υπάρχει αρτιότερο μέσον για την απόκτηση νέων τρόπων συμπεριφοράς ή τροποποίησης των ήδη υπαρχόντων από την ενεργό συμμετοχή του εκάστοτε παιδιού σε όλες τις επιμέρους διαδικασίες μάθησης. Κοινό σημείο των θεραπευτικών προγραμμάτων είναι ότι η μάθηση είναι διαμερισματοποιημένη σε δομές επιπέδων και πραγματοποιείται σε μικρά βήματα.
Τέλος, για τον αρτιότερο έλεγχο των προόδων καταγράφονται αναλυτικά τα στάδια μάθησης με τις επιμέρους επιτυχίες ή αποτυχίες τους, έτσι ώστε νοσηλευτές, θεραπευτές και γονείς να προσαρμόζουν με ανάλογο τρόπο το πρόγραμμά τους. Το πρόγραμμα προχωρεί πιο πέρα μόνο όταν ο στόχος ή μέρος του στόχου έχει ήδη επιτευχθεί και εδραιωθεί στη συμπεριφορά του παιδιού (Κυπριωτάκης 1995).